- φρυνολόγος
- φρῡνο-λόγος, ὁ,A toad-catcher, or [full] φρυνολόχος, ὁ, ([etym.] λοχάω) lying in wait for toads, a species of hawk, perh. marsh-harrier, Id.HA620a21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυνολόγος — ον, Α (για πτηνό) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος «βάτραχος» + λόγος*] … Dictionary of Greek
φρυνολόγοι — φρυνολόγος toad catcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυνολόχος — ον, Α (ως χαρακτηρισμός αρπακτικού πτηνού) πιθ. είδος γερακιού που κυνηγάει φρύνους, αλλ. φρυνολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος + λόχος (< λόχος «ενέδρα»), πρβλ. ὀρνιθο λόχος. Ο τ. αποτελεί δ. γρφ. αντί τού φρυνολόγος] … Dictionary of Greek